Προσφύγεννα

Απόσπασμα 

Πέρασε κι ο Νιόμβρης κι ο μπαμπάς ακόμα να φανεί. Ακόμα να μάθουμε νέα. Ένα πρωινό του Δεκέμβρη ρώτησε η Ειρήνη τη μαμά: «Ε θα στολίσουμε δέντρο φέτος;» «Χριστουγεννιάτικο;»  ξαφνιάστηκε η μαμά. Δεν είπε κάτι άλλο. Ούτε η γιαγιά. Κανένας δεν είχε όρεξη να στολίσει φέτος. Τι ωραία που ήταν τα περσινά Χριστούγεννα. Θυμήθηκα που πήγε ο μπαμπάς στο Βαρώσι και μας έφερε στολίδια και τα βάζαμε στο δέντρο. Όμως ο μπαμπάς δεν ήταν μαζί μας για να πάει στο Βαρώσι. Αλλά και να ήταν δεν μπορούσε να πάει. Δεν ήξερα για ποιο έπρεπε να πρωτολυπηθώ. Για το ότι δε θα γιορτάζαμε φέτος Χριστούγεννα ή επειδή έλειπε ο μπαμπάς; Η Ειρήνη  τραβούσε τη μαμά από την ποδιά και όλο ρωτούσε. «Πότε θα στολίσουμε δέντρο, πότε;» Ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε. Η μαμά όμως δεν είχε διάθεση. Καθόταν σε μια καρέκλα και είχε το αυτί της συνέχεια κολλημένο στο ράδιο. Να ακούσει, να μάθει για τον άντρα  της. Τον πατέρα μου. Άκουγε τα ονόματα των αιχμαλώτων που απελευθερώνανε με την ανταλλαγή οι Τούρκοι και όλο έλπιζε να ακούσει και το όνομα του πατέρα. Τα βράδια δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Ένιωθα την ανάσα  και τα καυτά της δάκρυα να στάζουν  στο πρόσωπό μου καθώς κουλουριαζόμουν στην αγκαλιά της γιατί φοβόμουν να την αφήσω από τα μάτια μου.

Προσφύγεννα, διήγημα από το βιβλίο Δεν Ξεχνώ την Κύπρο, Ελληνοεκδοτική, 2024

Αν θέλετε να αγοράσετε το βιβλίο, πατηστε εδώ